γαλατιάζω

γαλατιάζω
και γαλατσιάζω
2. (για καρπούς) σχηματίζω γαλακτώδη χυμό («γαλάτιασαν τα στάρια»)
2. αποκτώ το χρώμα τού γάλακτος («γαλάτιασ' η ανατολή»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλατίζω — και γαλατιάζω και γαλαχτίζω ασπρίζω, ασβεστώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”